- ἐνέργησας
- ἐνεργέωto be in actionaor ind act 2nd sg (homeric ionic)ἐνεργέωto be in actionaor ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνεργήσας — ἐνεργήσᾱς , ἐνεργέω to be in action aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐνεργήσᾱς , ἐνεργέω to be in action aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π … Dictionary of Greek
Ξόδιλος, Αθανάσιος — (Βυτίνα 1780 – Γαλάτσι, Βλαχία μετά το 1846). Φιλικός και απομνημονευματογράφος του Αγώνα. Εγκαταστημένος τουλάχιστον από το 1814 στη Βεσσαραβία, ο Ξ. μαρτυρείται εκεί όχι μόνο ως πετυχημένος έμπορος αλλά και ως βιβλιόφιλος και μέλος της «Εν… … Dictionary of Greek